- προκαθηγούμαι
- -έομαι, ΜΑ1. (σχετικά με λογική προτεραιότητα) προηγούμαι, σε αντιδιαστολή με το έπομαι2. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ προκαθηγουμένηη προϊσταμένη μοναστηριού καλογριών, η ηγουμένισσααρχ.1. προπορεύομαι και οδηγώ2. καθοδηγώ, συμβουλεύω («χρημάτων ψηφισάμενοι, Σόλωνος προκαθηγησαμένου», Διον. Αλ.)3. (κυριολ. και μτφ.) είμαι στην πρώτη γραμμή παράταξης, σειράς («τῆς εὐνοιας προκαθηγουμένης πρὸς τοὺς ἀπὸ τῆς Ἀλεξανδρείας βασιλεῑς», Πολ.)4. (το ουδ. μτχ. ενστ. ως ουσ.) τὸ προκαθηγούμενον(λογ.) το ηγούμενο, η ηγουμένη πρόταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καθηγοῦμαι «οδηγώ, προπορεύομαι, ηγούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.